- ωφελιμοκρατία
- η, Νωφελιμισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + -κρατία (< κρατώ) άλλη απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. όρου utilitarisme].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωφελιμοκρατία — η βλ. ωφελιμισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωφελιμισμός ή ωφελιμοκρατία — Σύστημα ηθικής, που συνδέεται έμμεσα με τον ηδονισμό του Αριστίππου και τον αρχαίο ευδαιμονισμό και περιέχεται περιληπτικά στη θεωρία του Χομπς. Η ωφελιμιστική ηθική ή ω., είναι βασικά η ηθική των Άγγλων φιλοσόφων Μπένθαμ, Στ. Μιλ και X. Σπένσερ … Dictionary of Greek